- μπιρμπίλι
- (I)και μπιμπίλι, το [μπιρμπίλα]η μπιρμπίλα.————————(II)και μπιμπίλι, το1. το αηδόνι2. φρ. «μπιρμπίλι τής θάλασσας» — η αλκυόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bulbul].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπιμπίλι — το βλ. μπιρμπίλι … Dictionary of Greek
μπιρμπίλω — η [μπιρμπίλι] γυναίκα καμωματού και τσαχπίνα … Dictionary of Greek
μπιρμπιλομάτης — α, ικο (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μεγάλα, ζωηρά και παιχνιδιάρικα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπιρμπίλι (II) + μάτι] … Dictionary of Greek
αλκυών ή αλκηδών — Πουλί της τάξης των κορακομόρφων της οικογένειας των αλκυονιδών ή αλκηδονιδών. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη εμφανίζεται με δυο ποικιλίες, την α. την ατθίδα και την α. τη δασεία. Η δεύτερη ζει και στην Ελλάδα και είναι γνωστή με τα κοινά… … Dictionary of Greek